- γυροβολιά
- η [γυροβολώ]1. πορεία με περιστροφές2. τρέξιμο σε κυκλικό στίβο3. περιστροφική κίνηση τού χορευτή ενώ στηρίζεται όρθιος στο άκρο τού ενός ποδιού4. κύκλος που συντελείται από την αλυσίδα τών χορευτών5. τιναγμός τού αντιπάλου στην πάλη, ώστε αυτός χάνει την ισορροπία του και πέφτει στο έδαφος6. φράγμα από καλάμια στα ιχθυοτροφεία7. φρ. «φέρνω κάποιον γυροβολιά» — επιβάλλω σε κάποιον τις απόψεις μου.
Dictionary of Greek. 2013.